-
1 καταστίζω
A cover with marks, βιβλία Hdn.Gr.1.10; brand,τινὰς χαρακτῆρσι D.S.34
/5.2.27: freq. in [tense] pf. [voice] Pass., to be marked or spotted, ᾠὰ κατεστιγμένα spotted, Arist.HA 559a24, cf. Dsc.5.143;κυανέαις σταγόσι κατέστικται Ael.NA12.24
; τὴν χρόαν κατέστ. D.C.43.23; χρυσοειδῆ ἰνδάλματα ἐπ' αὐτῶν κατέστ. are marked upon them, Ael.NA10.13: metaph., to be spotted and stained, Philostr.VA1.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστίζω
-
2 καταστέφω
A deck with garlands, crown, wreath, κ. βωμόν (with branches wreathed in wool) E.Heracl. 124; κ. νεκρόν (with libations) Id.Ph. 1632; πλόκαμος ὅδε καταστέφειν here are my tresses for you to crown, Id.IA 1478 (lyr.); ἄντομαί σε καὶ κ. χεροῖν encircle thee, Id.Heracl. 226; κατέστεψας πέδον and κατάστεψον π. are vv. ll. in S.OC 467, cf.καταστείβω; κ. τὰς πρῴρας D.C.51.5
; οὔρεα Epic. in Arch.Pap.7p.7:—[voice] Pass.,κατεστέφθαι Aeschin.3.164
;δάφνῃ κατεστεμμένος τὰς κόμας D.H.2.34
; κλάδος ἐρίῳ κατεστ. Plu. Thes.18: metaph., πεδία ληΐοις κατεστεμμένα Men.Rh.p.345 S.;ὁ πόλος ἀστέρας κατέστεπται Hp.Ep. 12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστέφω
-
3 καταστύφω
A astringe: metaph. in [voice] Pass., of a person, αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος Men.Rh.p.389S.; τὸ κατεστ. sourness, harshness, Plu.Cat.Mi.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστύφω
-
4 καταστωμύλλομαι
A chatter, οἷα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα (Dind. κἀστωμύλατο) Ar.Th. 461: [tense] pf. part. κατεστωμυλμένος a chattering fellow, Id.Ra. 1160, Numen. ap. Eus.PE14.5.II in pass. sense, τὰ κατεστ. things blabbed out, EM524.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστωμύλλομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский